- ἐλεύσεσθαι
- ἔρχομαιibofut inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
ἐλεύσεσθ' — ἐλεύσεσθε , ἔρχομαι ibo fut ind mid 2nd pl ἐλεύσεσθαι , ἔρχομαι ibo fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)